- αναλγητικά
- Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές απολήξεις του άλγους είτε καταστέλλουν την αισθησιακή οδό του άλγους σε κάποιο επίπεδο του κεντρικού νευρικού συστήματος και, κυρίως, του εγκεφάλου. Τα ναρκωτικά α. είναι τα ισχυρότερα, δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και επηρεάζουν σχεδόν όλες τις μορφές του άλγους. Επειδή όμως o οργανισμός συνηθίζει σε αυτά, αναπτύσσοντας όχι μόνο αντοχή στη δράση τους αλλά και εξάρτηση από την παρουσία τους, και επιπλέον απαιτεί να του χορηγούνται διαρκώς και σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις, είναι ακατάλληλα για συχνή ή χρόνια χορήγηση. Στα φάρμακα αυτά υπάγονται η μορφίνη και οι συγγενικές της ουσίες, και διάφορα συνθετικά παράγωγα. Χορηγούνται μόνο σε πολύ ισχυρούς πόνους (συνήθως σπλαχνικούς) που δεν επηρεάζονται από τα άλλα α. Χρησιμοποιούνται οι μικρότερες δυνατές δόσεις και για όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα. Τα μη ναρκωτικά α., που λέγονται και αντιπυρετικά, δεν είναι πολύ ισχυρά. Δρουν κυρίως περιφερειακά και επηρεάζουν κατά κανόνα σωματικούς πόνους. Στα φάρμακα αυτά υπάγονται τα σαλικυλικά, όπως π.χ. η ασπιρίνη, διάφορα πυραζολονικά παράγωγα, όπως η νοβαλζίνη, η βουταζολιδίνη κ.ά. Τα μη ειδικά α. συμβάλλουν στην επίτευξη αναλγησίας μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Πρόκειται για τα τοπικά αναισθητικά, τα υπνωτικά, τα ηρεμιστικά, τα μυοχαλαρωτικά, τα σπασμολυτικά και άλλα παρόμοια φαρμακευτικά παρασκευάσματα, που χρησιμοποιούνται ανάλογα με την κάθε περίπτωση.
Κρύσταλλοι του αναλγητικού ασπιρίνη, οι οποίοι έχουν φωτογραφηθεί στο μικροσκόπιο με πολωμένο φως.
Dictionary of Greek. 2013.